Ηταν πάντα η ήρεμη δύναμη, ο ηγέτης, ο άνθρωπος που μπορούσες να στηριχτείς. Ο Νίκος Βούλγαρης λίγους μήνες πριν άφησε τα μπασκετικά παπούτσια και πέρασε στην άλλη πλευρά του γηπέδου. Χαράζει έναν νέο δρόμο με τον δικό του τρόπο, όπως αυτός που έμαθε ως παίκτης και μέχρι σήμερα δείχνει να καταφέρνει κάτι παραπάνω από καλά.
Πληθωρική παρουσία και ταυτόχρονα ευγενής. Χαρακτηριστικό του, το ενδιαφέρον του για τον συμπαίκτη κάτι άλλωστε που μαρτυρά και ο ενεργός ρόλος του στον ΠΣΑΚ. Τα εμπόδια τον έμαθαν να σηκώνεται όσες φορές και αν δεν τα καταφέρει και όταν ένα πρόβλημα υγείας του χτύπησε την πόρτα, εκείνος ήταν και πάλι ο νικητής. Και όχι μία αλλά δύο φορές.
Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά για τον Νίκο Βούλγαρη, όμως εκείνος προτίμησε να μιλήσει ο ίδιος στο infobasket.gr για να μάθουμε επιτέλους περισσότερα για τον άνθρωπο που για 23 χρόνια αποτελούσε τον «κρυφό» πρωταγωνιστή.
Δεν υπήρξε ποτέ… θορυβώδης, όμως με τον δικό του τρόπο κατάφερνε από όσες ομάδες περνούσε να έχει μία ηγετική παρουσία. «Δεν γνωρίζω πως ακριβώς έγινε αυτό. Σίγουρα έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο το Παγκράτι. Τα πρώτα μου χρόνια στην ομάδα, είχαμε στόχο την άνοδο, παίζαμε στη Γ΄εθνική, ήμουν από αυτούς που έβαζε πόντους. Όμως ερχόταν η αποτυχία αλλά εγώ έμενα στην ομάδα. Και την επόμενη ξαναγινόταν αυτό. Ίσως αυτό με έκανε να αποκτήσω μία έντονη προσωπικότητα μέσα στο παρκέ. Να γίνω αρχηγός της ομάδας και να πάρω ευθύνες που ενδεχομένως άλλοι σε αυτή την ηλικία δεν θα έπαιρναν. Από εκεί και μετά μου τον έδιναν το ρόλοι οι ομάδες, ο προπονητής. Πολλές φορές όταν υπήρχαν κρίσεις έβγαινα μπροστά. Αλλά δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση, φαντάζομαι…».
Η αγωνιστική προσωπικότητά του ήταν αυτή που τον έφερε, από όσες ομάδες και να πέρασε στη θέση του αρχηγού… «Πάντα έπαιζε για μένα ρόλο η ενότητα. Γι΄αυτό και το Παγκράτι έχει παίξει σπουδαίο ρόλο γιατί εκεί περάσαμε πολύ δύσκολες στιγμές. Με στενοχώριες, με χρονιές που δεν πληρωθήκαμε. Εγώ ήμουν από αυτούς που έμπαιναν μπροστά και έλεγα ότι «έχετε δίκιο, αλλά πάμε να το τελειώσουμε». Δεν ήθελα ποτέ να χαλάσει το κλίμα των αποδυτηρίων. Γιατί και τώρα σαν προπονητής, που πιστεύω ότι θα γίνω, αν δεν είναι καλά τα αποδυτήρια, θα βγουν στην πορεία προβλήματα».
Τέσσερις σημαντικοί σταθμοί, τέσσερις αγάπες
Ενα ακόμα στοιχείο το οποίο τον χαρακτηρίζει είναι η σταθερότητα, αφού από τις περισσότερες ομάδες που πέρασε έχτισε «σχέσεις ζωής». Περιστέρι, Παγκράτι, Ιωνικός Νικαίας και Πανελευσινιακός, είναι μόνο μερικές από τις… στάσεις που πέρασε, αλλά σίγουρα είναι και οι πιο σημαντικές. «Το Περιστέρι είναι το σπίτι που μεγάλωσα, η οικογένεια, το πατρικό. Αυτό που μου έμαθε σχεδόν τα πάντα, ότι αφορά το μπασκετικό κομμάτι. Πέρασα από τα χέρια τρομερών προπονητών που μου έμαθαν πως πρέπει να λειτουργώ σε μια ομάδα, όπως ο Δημήτρης και ο Θανάσης Τζιάλλας, ο Αργύρης Πεδουλάκης, ο Βαγγέλης Γλυκός. Αν τώρα οι Ακαδημίες δούλευαν με τέτοιους προπονητές δεν θα είχαμε τόσο έντονο πρόβλημα από πλευράς παραγωγής παικτών. Με βοήθησε πολύ και στον χαρακτήρα. Ηταν όνειρο ζωής να επιστρέψω κάποια στιγμή και το κατάφερα. Δυστυχώς εκεί έπαθα τον τραυματισμό του αχίλλειου».
Το μεγαλύτερο μπασκετικό κεφάλαιο αποτελεί το Παγκράτι, ένα σχολείο που του έδωσε πολλά, χαρές αλλά και λύπες. «Είναι η ομάδα όπου ανδρώθηκα. Ένιωσα τα πιο έντονα συναισθήματα που μπορούσα να βιώσω ως αθλητής. Κλάψαμε άπειρες φορές, γελάσαμε άλλες τόσες. Πανηγυρίσαμε με πολύ έντονο τρόπο. Με έκανε πιο δυνατό και κυρίως οι κακουχίες τα πρώτα χρόνια. Όσο και να αποτυγχάνεις πρέπει να συνεχίζεις, δεν πρέπει να τα παρατάς ποτέ. Γι΄αυτό και τότε όλο το τιμ όχι μόνο κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα από την Γ΄εθνική στην Α2 αλλά να είναι και ανταγωνιστική. Το Παγκράτι είναι η μεγαλύτερη μπασκετική μου διαδρομή και η πιο έντονη. Και μακάρι να το ξαναζήσω κάποια στιγμή από άλλο πόστο και το λέω και το εννοώ. Με προβλήματα ή χωρίς, είναι αγαπησιάρα αυτή η ομάδα».
Αλλος ένας σταθμός είναι ο Ιωνικός Νικαίας. Μπορεί να φόρεσε την αθλητική περιβολή μόνο για μία σεζόν, αλλά είναι η ομάδα που του έδωσε τη δυνατότητα να μπει πίσω από τη γραμμή και να κοουτσάρει πρώτη φορά. «Τη Νίκαια την έζησα για ένα χρόνο σαν παίκτης, σε μία πολύ μεγάλη της στιγμή, ανέβηκε κατηγορία μετά από πολλά χρόνια και τη ζω άλλα τρία σαν προπονητής. Μεγάλος σύλλογος με τρομερή μπασκετική ιστορία, όταν ένας Παναγιώτης Γιαννάκης έχει βγει από εκεί. Ηταν μία χρονιά, η παικτική, που είχε το Σπόρτιγκ 2.000-2.500 κόσμο, το μπαράζ εκείνο με τον Εθνικό ήταν τρομερό. Επειδή την ομάδα τη ζω από την Ακαδημία, την αισθάνομαι σαν σπίτι μου. Μακάρι να συνεχίζω να εξελίσσομαι προπονητικά μέσα από αυτή. Εκεί γνώρισα προπονητικά και την πρώτη επιτυχία, όταν το παιδικό πήρε την άνοδο στην Α΄κατηγορία. Οπότε είναι ένα κομμάτι που φαντάζομαι ότι θα συνεχίσει να υπάρχει».
Ο Πανελευσινιακός είναι άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο. Η ομάδα με την οποία έγραψε το τέλος (ως παίκτης) αλλά και την αρχή (ως προπονητής σε αντρικό τμήμα). «Η καλύτερη οικογένεια που έχω ζήσει. Τα περισσότερα χρόνια τα οποία αγωνίστηκα είχα καλό κλίμα και από παράγοντες και από συμπαίκτες. Αλλά τη χρονιά που η ομάδα ανέβηκε στην Α1, αν έπαιρνες σε ένα μπασκετικό λεξικό, τη λέξη «οικογένεια», θα έπρεπε όλους τους ανθρώπους εκείνης της χρονιάς, να τους έχει φωτογραφία. Κυριολεκτικά. Ηταν ο ένας για τον άλλο. Αυτό μου έμεινε από την Ελευσίνα και το ζω τώρα και προπονητικά. Αλλά από τις τρεις χρονιές που έχω περάσει από εκεί, δύο σαν παίκτης και μία τώρα ως προπονητής, η πιο έντονη σεζόν είναι η πρώτη μου. Οι άνθρωποι το κρατάνε αυτό ακόμα, θα είναι πάντα οικογένεια. Είναι πολύ μεγάλη χαρά για τα παιδιά να ζουν έναν τέτοιο σύλλογο γιατί παρέχει πολλά. Μπορεί αυτό να μην είναι οι μεγάλες απολαβές, αλλά παρέχει ζεστασιά, εμπιστοσύνη, αγάπη. Είναι φερέγγυα στα χρήματα που δίνει, είναι καλό μαγαζί. Αλλά το σημαντικό είναι ότι είναι όλοι μαζί, είναι ο ένας για τον άλλο και αυτό είναι πολύ σημαντικό για έναν νέο».
«Τι κάνω εγώ απέξω και δεν παίζω;»
Το καλοκαίρι που πέρασε ο Πανελευσινιακός ήταν η ομάδα που του ζήτησε να αφήσει τα μπασκετικά παπούτσια και να πιάσει το πινακάκι. «Επειδή έχω καλές σχέσεις με τον πρόεδρο, γνώριζε από πέρυσι ότι στο μυαλό μου ήταν να σταματήσω ή το περασμένο καλοκαίρι ή το επόμενο. Βέβαια μόλις τελείωσε το περσινό πρωτάθλημα, έδωσα παράταση, λέγοντας ότι θα σταματήσω το καλοκαίρι του 2020.
Εδωσαν την ομάδα στον Ματθαίο Καραχάλιο, γι΄αυτό θα ήταν δύσκολο να μην αποδεχτώ την πρόταση. Την έδωσαν σε έναν άνθρωπο που εκτιμώ πολύ, είναι καλός προπονητής. Είναι τίμιος και αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό όταν έχεις να κάνει με προπονητές, και όχι μόνο απέναντι στον συνεργάτη του, αλλά κυρίως απέναντι στα παιδιά. Επαιξε λοιπόν πολύ σημαντικό ρόλο ότι αποφάσισαν να δώσουν την ομάδα σε δύο παιδιά, πρώτα τον Καραχάλιο και δεύτερο εμένα. Το αποφάσισα σχεδόν πολύ γρήγορα. Αν δεν ήταν εκείνος αλλά κάποιος άλλος, πάλι θα το σκεφτόμουν, αλλά η επιλογή μου θα ήταν πολύ πιο δύσκολη».
Ερχεται η στιγμή που σε βρίσκει στον πάγκο αντί να κάνεις προθέρμανση, η σκέψη δεν μπορεί να είναι άλλη από «Τι κάνω εγώ απέξω και δεν παίζω; Μετά από τρεις μήνες είναι πιο εύκολο αλλά ακόμα το σκέφτομαι». Το διάστημα που ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τα παρκέ, δεν είναι μεγάλο γι΄αυτό και κάποια… χούγια δεν έχουν φύγει. «Δεν το έχω… χωνέψει ότι έχω σταματήσει. Κάθε Κυριακή που παίζουμε, τη στιγμή των διατάσεων, πάντα κάνω δέκα τρίποντα. Πάντα… Δεν μου έχει φύγει ακόμα. Μέχρι να ξεκινήσει το ματς δεν είναι… ωραίο. Μόλις αρχίσει και μπαίνεις στο ρόλο του προπονητή, είναι! Μου αρέσει πολύ ο ρόλος αυτός».
Οι εικόνες μίας μπασκετικής ιστορίας
Μία διαδρομή 23 χρόνων δεν θα μπορούσε να μην περιλαμβάνει μοναδικές στιγμές, ευχάριστες και δυσάρεστες. Αλλωστε από όλη αυτήν την πορεία αυτές είναι που μένουν, αυτές είναι που διηγείσαι. «Μία στιγμή που δεν ξεχνιέται, είναι αυτή που μάθαμε ότι «έφυγε» ο Γιάννης Βούλγαρης. Θυμάμαι κάναμε προπόνηση στον Σπόρτιγκ, ετοιμαζόμασταν για ένα παιχνίδι Α2 με το Πανόραμα. Δεν είχε έρθει ο Γιάννης. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης μάθαμε ότι υπήρξε ένα δυστύχημα και πως ο Γιάννης “έφυγε”».
Αλλά στο τέλος αυτά που μένουν είναι τα “καλά”… «Θυμάμαι, όταν το Παγκράτι επέστρεψε στην Β΄εθνική, οι φίλαθλοι έκλεισαν την Υμηττού. Ημασταν έξω από την τότε καφετέρια του Ντίνου Καλαμπάκου, την «Στοά» και κόρναραν λεωφορεία, αυτοκίνητα και μεις δεν δίναμε σημασία. Παίκτες και φίλαθλοι, όλοι μαζί, πανηγύρισαν την άνοδο.
Θυμάμαι επίσης το τρίποντο που έβαλα όταν αγωνιζόμουν με την Ελευσίνα στη Λευκάδα. Στην ουσία εκεί επικυρώσαμε την άνοδο. Είμαστε στο δρόμο της επιστροφής, στο πούλμαν μέσα συζητάγαμε για κανένα πριμ. Ξέραμε ότι δεν πρόκειται… Μου έρχεται μία ιδέα τότε και ρώτησα τα παιδιά αν το αφήνουν πάνω μου. Φωνάζω τον πρόεδρο, τον κ. Φιλίππου και με το που έρχεται μου λέει «μην μου πεις για κανένα πριμ», του απαντώ πως δεν θέλω κάτι τέτοιο. Επειδή ερχόταν Πάσχα του ζήτησα να βάλει αρνιά και να ψήσουμε. Εγινε τελικά Πρωτομαγιά και ήμασταν όλοι οι παίκτες με τις οικογένειές τους και μαζί με τους φιλάθλους πανηγυρίσαμε ουσιαστικά την άνοδο». Αλλά επειδή η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται δεν θα μπορούσε να ξεχάσει… «Τη στιγμή που μπήκα στο «Ανδρέας Παπανδρέου» για να υπογράψω την επιστροφή μου στο Περιστέρι… Δεν το κρύβω ότι ανατρίχιασα».
Το απωθημένο και ο ρόλος του Αλέκου Δάγλα
Η στιγμή που ανακοινώνει ότι… κρεμάει τα παπούτσια του ήταν συγκινητική, όμως μέσα σε όλο αυτό δεν ξέχασε όσους ήταν κοντά του, όσους στάθηκαν στο πλευρό του. Ενας από αυτούς είναι ο Αλέκος Δαγλας. «Είναι ο μπασκετικός μπαμπάς, μου έμαθε πως πρέπει να λειτουργεί ένας αθλητής. Επειδή ήμουν και σουτέρ μου έμαθε πολλά πάνω σε αυτό το κομμάτι. Μου έμαθε πράγματα που είτε τα γνώριζα είτε τα αμελούσα. Αλλά τον ευχαρίστησα πάρα πολύ γιατί μου έμαθε ότι το πιο σημαντικό πράγμα σε έναν χώρο είναι ο άνθρωπος και όχι η νίκη. Αυτό προσπαθώ να περάσω κι εγώ τώρα στα παιδιά που έχω στο εφηβικό. Ούτε η νίκη, ούτε το χρήμα, ούτε η δόξα είναι το σημαντικότερο. Και με το «άνθρωπος» εννοώ τον συμπαίκτη μου. Αυτό έπαιξε ρόλο, όταν ήμουν αρχηγός στις ομάδες μου, να μπορώ να καταλαβαίνω, τη στεναχώρια, τη βλακεία, τα νεύρα του συμπαίκτη μου. Γι΄αυτο τον ευχαριστώ πολύ. Μπασκετικά με έχουν βοηθήσει πολύ και ο Λυκογιάννης και ο Σκαραφίγκας, ο Αρης Ραφτόπουλος, όπως και οι προπονητές που είχα στο Περιστέρι».
Μία μεγάλη πορεία, ένας μεγάλος αθλητής που δεν κατάφερε να αγωνιστεί ποτέ στην Α1. Γνωρίζοντας αυτήν τη διαδρομή δεν θα μπορούσε να μην αναρωτηθείς, δεν σου έμεινε απωθημένο; «Μου έχει μείνει. Είναι κάτι που μπορούσε να γίνει περίπου το 2001-03. Υπήρξαν στιγμές και δεν έγινε για διάφορους άλλους λόγους. Οταν είδα όμως, ότι το μπασκετικό κομμάτι δεν προχωράει και πως δεν μπορείς να λύσεις το πρόβλημα της ζωής σου, έπρεπε να σκεφτώ το μέλλον. Επρεπε να δω τι θα κάνω. Πήγα σε μία σχολή, ασχολήθηκα με το κομμάτι των υπολογιστών και βρήκα μία δουλειά. Μετά η Α1 μπήκε σε δεύτερη μοίρα και από τη δική μου πλευρά. Βέβαια μου έχει μείνει απωθημένο που δεν έπαιξα με την Ελευσίνα στην Α1».
Το σοκ και από το «δεν θα ξαναπαίξεις μπάσκετ» στη δεύτερη νίκη!
Η ζωή δυστυχώς δεν μας τα φέρνει όλα όπως θέλουμε. Μας φέρνει δυσκολίες, είτε μεγάλες είτε όχι τόσο. Ο Νίκος Βούλγαρης χρειάστηκε να περάσει μία τέτοια, ήταν η εποχή που απουσιάζει από τη δράση… «Είναι η χρονιά, που το Παγκράτι έχει κάνει μία μεγάλη επένδυση. Είναι ο Αλέκος Δάγλας προπονητής και έχουν έρθει πάρα πολύ καλοί παίκτες για την εποχή. Κακλαμάνος, Κακιούζης, Βαρδαβάς, Βαρδιάνος, Μοσχοβίτης, Καταρτζής, μία τρομερή ομάδα, η οποία ξεκινάει με όνειρα. Προπονητικά έχω περάσει ίσως το πιο δύσκολο καλοκαίρι, γιατί έχω ισοπεδωθεί για να μπορέσω να αντεπεξέλθω.
Τον Μάρτιο είχα κάποιες ενοχλήσεις στο διάφραγμά μου. Η γυναίκα μου, να είναι καλά, μου λέει να πάμε να κάνουμε μία εξέταση. Κάνω λοιπόν την εξέταση και βρίσκουν μία “μπάλα” στο συκώτι μου, η οποία έπρεπε να δούμε τι ακριβώς είναι. Στην αρχή υπήρξε σοκ. Εχω χάσει και τον πατέρα μου από καρκίνο άρα το σοκ ήταν όντως μεγάλο. Εχεις έναν όγκο και δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι, από το μυαλό σου περνάνε τα πάντα. Θα τα καταφέρουμε ή θα αποχαιρετήσουμε; Κάνουμε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις. Γίνεται το χειρουργείο και ο γιατρός μου μου λέει ότι δεν χρειάζεται να κάνω κάτι άλλο, ότι έχω πέσει από την Ακρόπολη και ότι έχω μείνει όρθιος».
Ατυχος αλλά συνάμα τυχερός αφού κατάφερε να βγει από όλο αυτό υγιής αλλά και δυνατός. «Με το χειρουργείο είχε γίνει και η θεραπεία μου. Το πρώτο πράγμα λοιπόν που ρωτάω τον γιατρό, είναι πότε θα μπω ξανά στο παρκέ. Μου απαντά πως δεν πρόκειται να ξαναπαίξω. Γιατί για να αφαιρεθεί ο όγκος από το συκώτι, χρειάστηκε να καυτηριάσουν τρεις κοιλιακούς. Δεν είναι ότι δεν μπορείς να παίξεις με μείον τρεις κοιλιακούς αλλά θεώρησε ότι θα έχω πολλά προβλήματα με τη μέση, τα μυοσκελετικά μου. Τον ρώτησα πως «αν παίξω θα έχω πρόβλημα ζωής; Κινδυνεύει η ζωή μου;» Μου αποκρίθηκε πως όχι.. Τότε εγώ του απάντησα πως εγώ θα ξαναπαίξω».
Πείσμα; Ηχηρή θέληση; Δουλειά; Ισως όλα μαζί για να έρθει τελικά η στιγμή αυτή, εκείνη που πατάει ξανά το παρκέ. «Για εννέα μήνες πραγματικά ισοπεδώθηκα, αλλά ξαναπάτησα παρκέ. Τότε με πήραν τα… ζουμιά στα αποδυτήρια. Οταν κάνεις ένα χειρουργείο ζωής, βγαίνεις ζωντανός, αλλά ο γιατρός σου λέει ότι δεν θα ξαναπαίξεις και τελικά εσύ τον διαψεύδεις, τότε έχεις κάνει μία δεύτερη νίκη. Και όχι μόνο παίζεις, αλλά και σε υψηλό επίπεδο. Την επόμενη χρονιά ανεβήκαμε με την Ελευσίνα Α1. Οταν του το είπα του γιατρού, τι είχε συμβεί, ότι έπαιξα και πήραμε την άνοδο, δεν το πίστευε».
Ενα νέο κεφάλαιο εδώ και λίγους μήνες έχει ξεκινήσει να γράφεται. Ο Νίκος Βούλγαρης είναι πλέον προπονητής και καλείται να δουλέψει με αθλητές που μέχρι πρότινος ήταν συμπαίκτες του.. «Παραμένουν παιδιά. Οπως και γω πέρυσι ήμουν παιδί μέχρι να βγάλω το σορτσάκι. Ο σεβασμός κερδίζεται. Και όχι με μπινελίκια. Θα υπάρξουν περίεργες στιγμές, αλλά ο προπονητής αποφασίζει. Ενα σημαντικό κομμάτι έχει να κάνει το κομμάτι της διαχείρισης, πέρα από τις μπασκετικές γνώσεις. Εκεί πρέπει να ενημερώνεσαι κάθε μέρα αν γίνεται, όποιος προπονητής δεν το κάνει μένει πίσω. Τα πράγματα αλλάζουν, πρέπει να τρέχεις και να το αγαπάς. Αλλά το κομμάτι της διαχείρισης πρέπει να το έχεις. Οι σχέσεις είναι πολύ σημαντικές, αν δεν είναι καλές είναι θέμα χρόνου να αποτύχεις».
Κεφάλαιο Ακαδημίες. Το «Α» και το «Ω» που πρέπει να διδάσκεται
Πριν τρία χρόνια ξεκίνησε ένα νέο δρόμο. Στις Ακαδημίες έκανε τα πρώτα του προπονητικά βήματα. Και η επειδή η αγάπη του για το μπάσκετ είναι βαθιά, δεν θα μπορούσε να μην πάρει θέση στα γεγονότα των τελευταίων ετών. «Θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή είναι η μεγαλύτερη πληγή του ελληνικού μπάσκετ. Τα παιδιά, χωρίς να φταίνε, τα δασκαλεύουν κάποιοι και λειτουργούν λάθος. Να θέλουν να αποκτήσουν κάποια πράγματα χωρίς να έχουν κουραστεί, να έχουν ιδρώσει, να έχουν δείξει ότι μπορούν. Θέλουν να τους δώσεις απευθείας την ευκαιρία. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί υπάρχει ένας μηχανισμός που έχει να κάνει με την εκμετάλλευση των παιδιών.
Εχει να κάνει με τους διάφορους προπονητές που πάνε και λένε ψέματα σε παιδιά και γονείς για να εισπράξουν χρήματα από ατομικές προπονήσεις, από personal, από καμπ.
Από διάφορους άλλους ανθρώπους που μπορεί ένα παιδί να έχει ένα ταλέντο και δεν του δείχνουν το πραγματικό νόημα, που υπάρχει σε αυτή την ηλικία. Υπάρχει ένας μηχανισμός που αν δεν σταματήσει, προσωπική και ταπεινή μου άποψη, αν δεν το περιορίσουμε, είναι σίγουρο ότι πλέον δεν θα βγαίνουν αθλητές. Και γιατί έβγαιναν τα παλαιότερα χρόνια; Γιατί υπήρχαν παράγοντας που αγάπαγαν, το παραγοντιλίκι, τα παιδιά, να τρέχουν από γήπεδο σε γήπεδο και να βλέπουν αγώνες παιδικοεφηβικού. Προπονητές που ήθελαν πραγματικά να εξελίξουν τους παίκτες».
Τι θα έπρεπε λοιπόν να γίνει; Κάτι πολύ απλό και παράλληλα δύσκολο… Οι περισσότερες ομάδες δεν έχουν αναπτυξιακό πρόγραμμα, είναι φοροεισπρακτικές. Να πάρουν τα χρήματα χωρίς να παρέχουν στα παιδιά την απόλυτη υπηρεσία, την αγάπη προς το άθλημα. Μετά είναι τα τεχνικά κομμάτια, είναι δευτερεύοντα. Αν αγαπήσουν την ομάδα, γιατί πλέον τις αλλάζουν σαν τα πουκάμισα, δεν μένουν σε αυτήν της γειτονιάς τους, αν δεν τον κάνουν πως θα εμπιστευτούν τον προπονητή; Μένουν στην ομάδα και στον προπονητή που κάνει στον γονέα.
Πρέπει να μάθουν το «Α» που είναι η αγάπη και το «Β» έχει να κάνει τα βασικά του αθλήματος, τρίπλα, πάσα, σουτ. Αν πάρεις όλες τις Ακαδημίες και πας σε αυτές τις ηλικίες, το 80-85% δεν ξέρουν να σουτάρουν. Σουτάρουν όλα λάθος. Τα βομβαρδίζουν με διάφορα και δεν τους μαθαίνουν τα βασικά. Ομως την αγάπη για το άθλημα για να τη δώσεις στα παιδιά, πρώτα πρέπει να την έχεις εσύ».