Για την ηθική της νίκης κι όλα όσα συμπεριλαμβάνονται σε αυτή αναφέρεται με άρθρο του στην επίσημη ιστοσελίδα του ΠΣΑΚ ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος της ΔΕΑΒ, κ. Ιωάννης Πανούσης
Αναλυτικά το άρθρο αναφέρει:
1. Τα σπορ είχαν αναδειχθεί σε δημόσιο θέαμα από τον προηγούμενο αιώνα, αφορούσαν κυρίως τα μεσαία στρώματα και διαμόρφωναν πρότυπα συμπεριφοράς. Επρόκειτο δηλαδή για μια διαδικασία πολιτισμού, κοινωνικότητας και ελεύθερης χρήσης του ελεύθερου χρόνου (καθώς ο μισθωμένος χρόνος ήταν ασφυκτικά ελεγχόμενος).
2. Η κοινωνιολογία του αθλητισμού είχε συνδεθεί με την επίδραση του «αθλείσθαι» στην κοινωνικοποίηση των νέων και επικέντρωνε την προσοχή της στις παρεκκλίσεις αυτής της διαδικασίας (βία, χουλιγκανισμός).
3. Ο αθλητής, προϊόν μιας εθνικής/ κρατικής πολιτικής, ο αθλητής –γεννημένο ταλέντο, έδωσαν όμως σιγά-σιγά τη θέση τους σ’ έναν αθλητισμό– παγκόσμια γλώσσα, ένα δίκτυο επικοινωνίας τόσο διαδεδομένο όσο και η επιστήμη.
Και όχι μόνον αυτό. Ο αθλητισμός μετουσιώθηκε σε ισχυρό παράγοντα της οικονομίας και δημιούργησε το δικό του –καταρχήν– «χώρο» και «σύστημα» (επιχειρηματίες, managers, προπονητές, αθλητές, δημοσιογράφοι, θεατές, πολιτειακοί παράγοντες, κ.ο.κ.).
Ο αθλητής, από σύμβολο εθνικού γοήτρου, μετατρέπεται έτσι σε καταναλωτικό αγαθό με κοσμοπολίτικο στυλ.
Ο χρόνος ελευθερίας, η κουλτούρα της σχόλης, με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών μετακινούνται από το γήπεδο στην οθόνη και από τον ελληνοκεντρισμό στην παγκοσμιότητα, στην οικουμενική αντίληψη για τα σπορ.
4. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 καλλιεργείται από τους αθλητικογράφους μια «πολεμική ιστορία του αθλητισμού» (επικές αφηγήσεις αγώνων, αγιογραφικές βιογραφίες αθλητών, αθλητική μυθολογία). Και τούτο διότι το τελετουργικό παιχνίδι και η εορταστική ψυχαγωγία, ο εξαθλητισμός (sportization) βασίζονταν στην αξία της «ευγένειας», δηλ. στην κοινή αποδοχή κανόνων που συμβόλιζαν ένα «αθλητικό βάθος» με ανθρωπολογικά/ πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
5. Στα τέλη του 20ου αιώνα οι συνθήκες άλλαξαν. Η παραγωγή αθλητών και η βιομηχανία του αθλητισμού δεν απέφυγαν την «αθλητική φλυαρία» (κατά τον Ουμπέρτο Έκο), η οποία εξυμνεί τη σπατάλη, τον εισοδισμό στον ιδιωτικό βίο, την προβολή ορισμένου life-style, την απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα και λειτουργία στο όνομα μιας παλινδρομούσας και ασταθούς «κοινής γνώμης». Η εικόνα του αθλητή –όπως και η εικόνα του κάθε ανθρώπου– δεν προστατεύεται. Το ενημερωτικό «βουητό» των ΜΜΕ, η τηλεοπτική κάμερα ως διαμεσολαβητής του αθλητικού γεγονότος, η γλώσσα των sports για μια (δήθεν) παγκόσμια επικοινωνία/ κατανόηση έχουν πλήρως επικρατήσει.
6. Εάν λοιπόν ο αθλητισμός απλώς παράγει θέαμα, τότε δικαιολογημένα τα ΜΜΕ έχουν αναλάβει την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και την επιλογή των πρωταγωνιστών.
Εάν αντίθετα ο αθλητισμός συνιστά κοινωνικό αγαθό και δικαίωμα, ούτε τα ΜΜΕ οφείλουν να επιδεικνύουν (και) κοινωνική ευθύνη στις παρουσιάσεις του αθλητικού γίγνεσθαι.
Εάν ο αθλητισμός «παγκοσμιοποιήθηκε», τότε τα ΜΜΕ θα έπρεπε να τον κάνουν κτήμα όλων των μετεχόντων στο επονομαζόμενο «παγκόσμιο χωριό».
7. Ο αθλητισμός αυξάνει την τηλεθέαση και τα σχετικά κέρδη, δίνοντας ταυτόχρονα ώθηση στην ανάπτυξη πολλών «ξεχασμένων» σπορ. Βέβαια η θεαματοποίηση των αθλητικών γεγονότων δε στοχεύει στην προβολή των «αθλητικών αξιών» ούτε στην ποιοτική αναβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου αλλά στην προσέλκυση διαφημίσεων.
Η λειτουργία αυτή δεν θα ήταν έξω από το σύγχρονο –για άλλους αποδεκτό για άλλους όχι– τρόπο «παρέμβασης» των ΜΜΕ σε εκδηλώσεις της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, αν δεν μετεξελίσσετο σε «θέαμα με το κομμάτι» ή «πληρωμή για κάθε παιχνίδι».
Η κοινωνία της πληρωμής (pay society) [που για πολλούς υποκρύπτει την «πληρωμή για συμμετοχή στην κοινωνία» (pay-per-society)] φαίνεται να οδηγεί και στα «ΜΜΕ των πληρωμών» (και όχι των πληροφοριών).
Οι λεωφόροι των πληροφοριών δεν είναι προσβάσιμοι σε όλους καθώς προβλέπονται «διόδια».
Αυτή η έμμεση ιδιωτικοποίηση στο χώρο του αθλητισμού μετουσιώνει την «κουλτούρα του φτωχού» (στην οποία εντάσσονταν στην αρχή του 19ου αιώνα οι ποδοσφαιρικές εκδηλώσεις) σε «υπηρεσίες προς τους πλούσιους».
Το σπορ-εμπόρευμα σερβίρεται στα pay-per-view (PPV) κανάλια με συνέπεια το «παγκόσμιο αθλητικό γίγνεσθαι» να παρακολουθείται και ν’ αφορά μόνο μερικούς, αφαιρώντας από πολλά κοινωνικά στρώματα (ίσως και πολλά μη-αναπτυγμένα τεχνολογικώς κράτη) σημαντικό μέρος της πολιτιστικής τους παράδοσης, συνήθειας και πρακτικής.
8. Στον παγκοσμιοποιημένο σήμερα χώρο και τυποποιημένο χρόνο, κι ενώ ο αθλητισμός «κινείται» ακόμη και στις εμπόλεμες περιοχές και παρεμβαίνει ειρηνικά, δεν έχει κατορθώσει να απαλλαγεί από τις μυθολογίες του.
Ο μύθος της υπεροχής, ο μύθος της κυριακάτικης ισότητας, η ομάδα ως θρησκεία, το αθλητικό υπερ-εγώ.
Ο ρόλος των αθλητικογράφων στο σημείο αυτό είναι κρίσιμος. Πρέπει να προβάλλουν επίμονα την ανάγκη εφαρμογής των κανόνων του παιχνιδιού, να αναδεικνύουν την αλληλεπίδραση (συμβολική ή πραγματική) των αθλητών με τους (τηλε)θεατές, να υπογραμμίζουν την επιρροή των ΜΜΕ στην εκφραστική βία των νέων.
Πίσω από τις περιγραφές υπάρχουν «μοντέλα συμπεριφοράς» και κρύβονται (ή υπνώττουν) «αξίες». Το αθλητικό ρεπορτάζ πρέπει να επικεντρώνεται στη δεξιότητα, την έμπνευση, τη φαντασία, τον αυτοσχεδιασμό και όχι στην πονηριά, την μπαμπεσιά, την επικινδυνότητα, το unfair.
Πρέπει να απο-διαφοροποιεί και όχι να εντείνει τις διακρίσεις. Να συνδέει και όχι να διαχωρίζει (ή να συσκοτίζει). Να μη δίνει σημασία στο χρήμα αλλά στο όνειρο του κάθε (τηλε)θεατή.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα ως προς την ηθική της νίκης.
Η ζωή μας αξιολογείται ποσοτικά. Με αριθμούς, με χρόνο, με χρήμα. Οι ερωτήσεις που απευθύνουμε στην καθημερινή μας δράση είναι «πόσο κάνει;», «πόσα βγάζει;», «πόσα πιάνει;».
Όλα και όλοι περιστρέφονται γύρω από τα up και τα down από τους δείκτες των αποδόσεων. Μετράμε την επιτυχία μας με την ουγγιά και αρνούμαστε να δούμε ότι το μέγα ζητούμενο, δηλαδή η επιτυχία μας, δεν ζυγίζεται ούτε δημοσκοπείται. Κι όταν πιστέψουμε ότι λύσαμε τις οικονομικές μας αποδόσεις, αρχίζουμε ν’ ασχολούμαστε με το κύρος μας, την αίγλη, την αναγνώριση από τους άλλους. Έτσι ανεπαισθήτως εισερχόμαστε στο πεδίο των επιδόσεων. Το χρήμα στην απόδοση, η «τιμή» μας στην επίδοση. Όπως όμως κυκλοφορεί (και δυστυχώς απο-δίδει) το μαύρο χρήμα, έτσι εύκολα συνηθίζουμε και στις φαιο-γκρίζες επιδόσεις.
Υψηλές επιδόσεις οι μαθητές στα σχολεία (ψάχνεις με το φακό για να βρεις μη-αριστούχο), υψηλές επιδόσεις οι γονείς (στις δημόσιες εμφανίσεις και παρεμβάσεις), υψηλές επιδόσεις μικρών – μεγάλων στα ερωτικά (συχνά μέσω viagra), υψηλές επιδόσεις οι αθλητές (συνήθως με τη συνδρομή αναβολικών), υψηλές επιδόσεις οι καλλιτέχνες (χάρη σε σπόνσορες κι επιχορηγήσεις), υψηλές επιδόσεις οι ραλίστες (χάρη στις νέες τεχνολογίες και στα ανταμειβώμενα ρίσκα), υψηλές επιδόσεις οι δημοσιογράφοι (χάρη σε στημένα ρεπορτάζ ή παρεπόμενα της διαπλοκής) κ.ο.κ.
Τόσο υψηλές επιδόσεις για τόσο χαμηλό επίπεδο λειτουργίας των θεσμών και διανθρωπίνων σχέσεων και τόσο μεγάλους κινδύνους για τη ζωή και την υγεία. Η αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση δεν επιτυγχάνονται και δεν διαρκούν εάν στηρίζονται σε «δεκανίκια».
Τονωτικές, συμπληρωματικές, φαρμακοδιεγερτικές, ψυχοκατα-σταλτικές ουσίες ή κοσμικά, υπόγεια, ανταλλακτικά, εκβιαστικά δίκτυα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματική αξία του επιστήμονα, του διανοούμενου, του αθλητή. Ο χρόνος, ο φόβος και δυστυχώς και ο πόνος δεν επιτρέπουν την εσαεί επιτυχή επίδοση με βάση «τεχνητές» υποστηρίξεις. Η νόθευση και αλλοίωση της φύσης μας, των αισθημάτων μας, της εικόνας μας, μιας χρήσης μόνον ευτυχία μπορούν να προσφέρουν. Γρήγορα όλοι θα καταλάβουν και, είτε μιλήσουν είτε σωπάσουν, η απαξίωσή τους στο ψεύτικο ρεκόρ επιδόσεών μας θα είναι αμετάκλητη.
Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε τα μεγάλα σκορ και τα αξεπέραστα ρεκόρ και να ξαναβρούμε, να ξανασυναντήσουμε το πραγματικό μας πρόσωπο, τον αληθινό εαυτό μας. Πολλές φορές οι οικονομικές αποδόσεις και οι εκτός ορίων επιδόσεις καταλήγουν στο να ζούμε μια ζωή με δόσεις.
9. Η βράβευση ήθους και ταλέντου συνιστά το καλύτερο αντέρεισμα στην εύκολη δημοσιογραφική επιτυχία της μιας βραδιάς, του ενός speakage, της μιας συνέντευξης. Το χαμένο (ηθικό, κοινωνικό και πολιτιστικό) προφίλ του αθλητισμού δεν πρέπει να συμ-παρασύρει αθλητές και αθλητικογράφους. Η χάραξη ορίων σε ρόλους και λειτουργίες πρέπει ν’ αποτελεί βασική προτεραιότητα.
10. Στη χώρα μας, πρέπει να συζητήσουμε χωρίς φόβο και χωρίς πάθος τους κινδύνους που απορρέουν –σε συνταγματικό αλλά και πολιτικό/ κοινωνικό επίπεδο– από αυτή την «κοινωνία των πληρωμών» για υπερβάσεις των ορίων του ανθρώπου.
Ίσως μια λύση θα ήταν η κατάρτιση ενός «Κώδικα Δεοντολογίας & Αυτοδέσμευσης για την προστασία των αθλητικών γεγονότων» (από την παμφάγο εφόρμηση των εκμεταλλευτών). Σε κάθε περίπτωση μας χρειάζεται ένα «συμβόλαιο τιμής» και όχι «συμβόλαια για το ύψος της τιμής» με βάση την οποία ορισμένοι θα επιτυγχάνουν «νίκες» και οι άλλοι απλώς θα μετρούν τους αποκλεισμούς τους.
Καθηγητής Εγκληματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
και Πρόεδρος της ΔΕΑΒ
Ιωάννης Πανούσης